σκυλεύει

σκυλεύει
σκῡλεύει , σκυλεύω
strip
pres ind mp 2nd sg
σκῡλεύει , σκυλεύω
strip
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εναροκτάντας — ἐναροκτάντας, ο (δωρ. τ. αντί ἐναροκτάντης) (Α) [έναρα + κτείνω] 1. αυτός που σκοτώνει και σκυλεύει 2. ο ανδροφόνος, ο φονεύων άνδρες …   Dictionary of Greek

  • σκυλήτρια — ἡ, Α (προσωνυμία τής Αθηνάς) αυτή που σκυλεύει σκοτωμένο εχθρό αφαιρώντας τα όπλα του («σκυλήτρια παρθένος», Λυκόφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκυλῶ (Ι) «σκυλεύω, λαφυραγωγώ» + επίθημα τρια (πρβλ. αὐλή τρια)] …   Dictionary of Greek

  • σκυλευτής — ὁ, Α [σκυλεύω] άτομο που σκυλεύει, που επιδίδεται σε σκύλευση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”